Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στέρημα — το, ΝΜΑ [στερώ] 1. καθετί που στερείται κανείς 2. στέρηση αρχ. καθετί που αφαιρείται ή αρπάζεται από κάποιον … Dictionary of Greek
στερήματι — στέρημα that which is taken away neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)